δευσοποιος

δευσοποιος
    δευσοποιός
    δευσο-ποιός
    2
    [δεύω I]
    1) прочно окрашенный, невыцветающий, нелиняющий
    

(τὸ βαφέν Plat.)

    2) хорошо красящий, нелиняющий
    

(φάρμακον Plut., Luc.)

    3) прочный, устойчивый, долговечный
    

(δόξα Plat.)

    4) неизгладимый, несмываемый
    

(κηλίς Plut.)

    5) непреодолимый
    

(δέος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δευσοποιος" в других словарях:

  • δευσοποιός — deeply dyed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευσοποιός — ο (Α δευσοποιός, όν) ο βαφέας αρχ. Ι. 1. (για χρώμα) ο ανεξίτηλος, αυτός που χρωματίζει βαθιά 2. έντονος, ισχυρός («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο») II. επίρρ. δευσοποιῶς 1. (για βαφή) ανεξίτηλα 2. ανεξάλειπτα, αλησμόνητα …   Dictionary of Greek

  • δευσοποιόν — δευσοποιός deeply dyed masc/fem acc sg δευσοποιός deeply dyed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευσοποιοί — δευσοποιός deeply dyed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευσοποιούς — δευσοποιός deeply dyed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευσοποιά — δευσοποιός deeply dyed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευσοποιῶς — δευσοποιός deeply dyed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευσοποιῷ — δευσοποιός deeply dyed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERIAPTA — Graeca vox Περίαπτα, aliter περιάμματα, a verbo περιάπτω, appendo; interdum ἐξαρτήματα, eâdem notione; etiam ἀποτροπᾶια, ab ἀποτρέπειν, amoliri, und Latinis Amoleta, vulgo amuleta: remedia dicuntur, quibus collo annexi Medici Magi mobos fugare… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δευσοποιώς — επίρρ. βλ. δευσοποιός …   Dictionary of Greek

  • δευσοποιοῖς — δευσοποιέω dye pres opt act 2nd sg (attic epic doric) δευσοποιός deeply dyed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»